- νακτός
- νακτός, -ή, -όν (Α)1. συμπυκνωμένος, πυκνός, συμπαγής, στερεός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νακτάοι «πίλοι», τα πιλήματα, δηλαδή μαλλιά συμπιεσμένα, υφάσματα από συμπιεσμένα μαλλιά, κν. κετσές.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νακ- τού ρ. νάσσω «πιέζω, συσσωρεύω» + επίθημα -τός (πρβλ. μακ-τός, σφακ-τός)].
Dictionary of Greek. 2013.